ξυλοτρόφος

ξυλοτρόφος
ξῠλο-τρόφος, ον,
A producing timber,

ὄρη Str.Chr.4.21

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυλοτρόφος — ο (Α ξυλοτρόφος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοτρόφα και ορθότ. ξυλότροφα εντομολ. τα ξυλοφάγο έντομα αρχ. αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρόφος (< τρέφω «παράγω»), πρβλ. λωτο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”